-
1 περιπλάσσω
A plaster one thing over another, form as a mould or cast round,περίπλασον αὐτοῖς εἰκόνα Pl.R. 588d
;οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῦ ζῷον ὑφιστᾶσι τῶν στερεῶν τι σωμάτων, εἶθ' οὕτω περιπλάττουσιν Arist.PA 654b31
;τοῦ αἵματος τὸ πηγνύμενον μύρμηκες τοῦ ποδὸς περὶ τὸν μέγαν δάκτυλον περιέπλαττον Plu.Cim.18
; ἡ μύξα περιπλάττεται περί .. Arist.HA 621b8; [ὁ κηρὸς] -πλάσσεται τοῖς ὀδοῦσι PMed.Lond.155.2.8
; [κόκκον] ἐν ἄρτῳ περιπλάττοντες kneading it up in.., Thphr.HP 9.20.2 : metaph., smooth over, disguise,τι χρηστοῖς λόγοις Men.652
; but οἱ [τῷ ζῆν] κενῶς -πλαττόμενοι those who cleave to life, Epicur. Sent.Vat.47 (= Metrod.Fr.49).2 plaster over with a thing,περιπλάττεται πηλῷ Arist.Pr. 924b37
;περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις Eub.98.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπλάσσω
-
2 περι-πλάσσω
περι-πλάσσω, att. - ττω, herum, darüber kleben, anthun; περίπλασον αὐτοῖς ἔξωϑεν ἑνὸς εἰκόνα, Plat. Rep. IX, 588 d; περιπεπλασμέναι ψιμυϑίοις, geschminkt, Eubul. bei Ath. XIII, 557 e.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий